- παρεσθίω
- Α1. τρώγω και κάτι άλλο εκτός από την κυρίως τροφή2. αποσπώ με δάγκωμα, τρώγω μέρος από κάτι3. μτφ. α) τρέφομαι πνευματικώς, μορφώνομαιβ) σκώπτω, πειράζω κάποιον, είμαι δηκτικός.[ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α)-* + ἐσθίω «τρώω»].
Dictionary of Greek. 2013.